Μεγάλη ώθηση σε πράσινες επιλογές θέρμανσης θέλουν να δώσουν ΥΠΕΝ και ΕΕ. Υψηλοί στόχοι στο ΕΣΕΚ και συστάσεις για παροχή κινήτρων από την ΕΕ. Ποια προγράμματα θα επιδοτούν τις εγκαταστάσεις αντλιών θερμότητας.
Στο επίκεντρο ελληνικών και ευρωπαϊκών σχεδιασμών τίθενται οι αντλίες θερμότητας που έρχονται να καλύψουν μεγάλο χώρο από άλλες, παραδοσιακές μορφές θέρμανσης, καθώς είναι μια πολύ πιο οικονομική λύση. Αύξηση 7% μέσα στην επόμενη διετία στις εγκαταστάσεις αντλιών θερμότητας μέσα στην επόμενη διετία προβλέπει το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, ενώ έμφαση στην ενίσχυση της τοποθέτησης αντλιών θερμότητας δίνει και το REPowerEU.
Το αναβαθμισμένο ΕΣΕΚ που παρουσιάστηκε πρόσφατα κάνει ειδική μνεία στο ζήτημα των αντλιών θερμότητας και βάζει «ψηλά τον πήχη» για τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν έως το τέλος της δεκαετίας. Έτσι, από το μόλις 7% των νοικοκυριών στη χώρα που σήμερα έχουν τοποθετήσει αντλίες θερμότητας, ο στόχος είναι να φθάσουν στο 16% έως το 2025 και έως το 20% έως το 2030. Σε ό,τι αφορά στα κτήρια υπηρεσιών, όπως πχ υπουργεία ή κτήρια της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκεί ήδη το ποσοστό αυτό φθάνει στο 57% και οι νέοι στόχοι είναι να αγγίξει το 60% έως το 2025 και το 67% έως το 2030. Για την επίτευξη των στόχων αυτών και εν γένει για την επίτευξη των στόχων την ενεργειακή αναβάθμιση κτηρίων – νοικοκυριών, επιχειρήσεων υπολογίζεται ότι απαιτούνται επενδύσεις περίπου 1,5 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, η προώθηση των εγκαταστάσεων «πράσινων» επιλογών θέρμανσης μπαίνει ψηλά και στην ατζέντα της ΕΕ καθώς ήδη στις συστάσεις προς τα κράτη μέλη που ετοιμάζει η Κομισιόν στο πλαίσιο του REPowerEU εντάσσεται η προώθηση κινήτρων για τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, προκρίνονται προγράμματα για την επιδότηση αγοράς και εγκατάστασης αντλιών θερμότητας σε κατοικίες, επιχειρήσεις, ακόμα και στους μεγάλους ενεργοβόρους καταναλωτές, στη βιομηχανία που θα πρέπει να διαθέτει και ένα χρονοδιάγραμμα για την απομάκρυνση από τη θέρμανση με ορυκτά καύσιμα.
Πιο αναλυτικά, για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας στη θέρμανση και τη στροφή σε πιο «πράσινες» επιλογές, η ΕΕ θα προτείνει επιδοτήσεις, φορολογικά κίνητρα ή τη δημιουργία χρηματοδοτικών εργαλείων για την εγκατάσταση, μεταξύ άλλων, αντλιών θερμότητας αλλά και για την αντικατάσταση συστημάτων που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα (πχ πετρέλαιο).
Φυσικά, τα παραπάνω θα αποτελούν συστάσεις αλλά δίνουν έναν τόνο για τη στροφή στην οποία στοχεύσει η ΕΕ στο πλαίσιο της προσπάθειας για την εξοικονόμηση ενέργειας αλλά και την ενεργειακή αναβάθμιση του κτηριακού αποθέματος της Ένωσης.
Επιδοτήσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Ήδη το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ετοιμάζεται να «τρέξει» προγράμματα επιδότησης αξιοποιώντας τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μέσω του REPowerEU. Έτσι μέσα στο επόμενο διάστημα, τα προγράμματα που στοχεύουν στην ενεργειακή αναβάθμιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων αναμένεται να δώσουν, μέσω επιδοτήσεων, σημαντική ώθηση στην αύξηση των αντλιών θερμότητας.
Η σχετική πρόβλεψη υπάρχει στον οδηγό του προγράμματος «Εξοικονομώ Ανακαινίζω για Νέους» που έχει προδημοσιευθεί, ενώ η επιλογή της τοποθέτησης αντλιών θερμότητας υπάρχει και για επιχειρήσεις μέσω του «Εξοικονομώ –Επιχειρώ». Ειδικότερα, στον οδηγό που έχει προδημοσιευθεί προβλέπονται επεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας σε συστήματα θέρμανσης χώρων όπως αντικατάσταση λεβήτων από αντλίες θερμότητας, επεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας σε συστήματα ψύξης χώρων όπως αντικατάσταση ψυκτών από νεότερης τεχνολογίας αντλίες θερμότητας και επεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας σε συστήματα ζεστού νερού χρήσης όπως αντικατάσταση λεβήτων από αντλίες θερμότητας.
Πρέπει να σημειωθεί πως οι αντλίες θερμότητας αποτέλεσαν επιλέξιμη δαπάνη και στο τελευταίο Εξοικονομώ για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών μειώνοντας ουσιαστικό το κόστος της εγκατάστασης. Ειδικότερα, προβλεπόταν η επιδότηση κατά 1.700 ευρώ ανά αίτηση για την τοποθέτηση αντλίας θερμότητας. Σημειώνεται πως, το μέσο κόστος της επένδυσης για αντλίες θερμότητας μεσαίων και υψηλών θερμοκρασιών κινείται από 6.700 έως 8.370 € (συμπερ. ΦΠΑ).
Έκρηξη έως 250% στις πωλήσεις
Παράλληλα, έκρηξη πωλήσεων που θα φτάσει έως και το 250% έως το 2030 προβλέπει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας και προβλέπει ότι θα εκτοξευθούν από τα 2 εκατ. πωλήσεις το 2021, στα 7 εκατ. το 2030. Με τους καταναλωτές να επιλέγουν ολοένα και περισσότερο τις φθηνότερες αλλά και πιο πράσινες επιλογές για τη θέρμανσή τους, ειδικά μετά από τα διδάγματα που αφήνει η ενεργειακή κρίση, οι πωλήσεις των αντλιών θερμότητας έχουν ήδη πάρει την ανιούσα.
Είναι ενδεικτικό πως μόνο το 2021 ο ρυθμός αύξησης των πωλήσεων που έφθασε το 15% ήταν διπλάσιος συγκριτικά με τον μέσο όρο της περασμένης δεκαετίας. Μάλιστα, ο ΙΕΑ τονίζει πως οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να ανεβάσουν πιο ψηλά στην ατζέντα τους την προώθηση αυτού του μέσου θέρμανσης σε συνδυασμό με αντίστοιχες δράσεις επιδότησης, ενώ υπολογίζει την ετήσια εξοικονόμηση για τα νοικοκυριά στην Ευρώπη που μεταβαίνουν σε αντλίες θερμότητας σε 854 ευρώ.
Αποδοτική λύση για μεγάλες καταναλώσεις
Φθηνή συγκριτικά λύση που αποτελεί αποδοτική επένδυση για νοικοκυριά με μεγάλες καταναλώσεις αποτελούν οι αντλίες θερμότητας, παρά το γεγονός πως το πετρέλαιο παραμένει ο «βασιλιάς» της θέρμανσης. Σε αυτό καταλήγει επικαιροποιημένη μελέτη του Εργαστηρίου Ατμοκινητήρων και Λεβήτων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και του Ινστιτούτου Χημικών Διεργασιών και Ενεργειακών Πόρων του ΕΚΕΤΑ που σημειώνει ότι, παρά το γεγονός ότι και φέτος Μάλιστα, συγκριτικά με το φυσικό αέριο παραμένει φθηνότερο κατά 30% ενώ το πιο ακριβό μέσο θέρμανσης φαίνεται πως είναι το τζάκι ανοιχτού τύπου. Το ενδιαφέρον της μελέτης είναι ότι παρά τις «τσουχτερές» τιμές του ρεύματος και φέτος, οι αντλίες θερμότητας αποτελούν τη μόνη τεχνολογία που μπορεί να ανταγωνιστεί τους λέβητες πετρελαίου καθώς σημειώνουν αποδόσεις που μπορεί και να ξεπερνούν το 100%.
Μάλιστα, αναφερόμενη η μελέτη, στις προοπτικές αντικατάστασης ενός συμβατικού λέβητα πετρελαίου με νέα συστήματα θέρμανσης, βάσει και των σχετικών εκτιμήσεων για το πού θα κυμανθούν οι τιμές πώλησης των διαφόρων καυσίμων θέρμανσης κατά τη χειμερινή σεζόν 2022-2023, τονίζει πως η επένδυση από τους οικιακούς καταναλωτές σε κάποια εκ των εναλλακτικών τεχνολογιών θέρμανσης αντί του υφιστάμενου συστήματος θέρμανσης με πετρέλαιο θεωρείται τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο μια επιλογή που εμπεριέχει πάρα πολύ μεγάλο ρίσκο και ως εκ τούτου οφείλει να αξιολογείται με μεγάλη προσοχή.
Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελούν τα συστήματα αντλιών θερμότητας μεσαίων θερμοκρασιών (LWmax = 60°C), ιδίως όταν επρόκειτο για την κάλυψη υψηλών αναγκών θέρμανσης σε ετήσια βάση (Ετήσιες θερμικές ανάγκες > = 9.000 kWhth, Ισοδύναμη κατανάλωση πετρελαίου > = 1.000 lt/σεζόν). Γενικότερα, οι αντλίες θερμότητας, είτε υψηλών είτε μεσαίων θερμοκρασιών, αποτελούν το μοναδικό εναλλακτικό σύστημα θέρμανσης του οποίου το κόστος θερμικής ενέργειας (€/kWhth) για κατοικίες σε περιοχές με κλίμα όπως εκείνο της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης είναι μικρότερο του αντίστοιχου που περιγράφει το συνήθη λέβητα πετρελαίου (0,135 €/kWhth) και στα 4 σενάρια ετήσιων θερμικών αναγκών που εξετάστηκαν στην μελέτη.
Ταυτόχρονα, η αύξηση της τάξης του 30% στις τιμές ανά κιλοβατώρα του φυσικού αερίου έχει ως αποτέλεσμα οι αντλίες θερμότητας να υπερτερούν ακόμα περισσότερο των τεχνολογιών θέρμανσης με φυσικό αέριο, ως προς το κόστος ωφέλιμης θερμικής ενέργειας (€/kWhth), σε σχέση με πέρυσι.
Άλλωστε, το θερμικό κόστος των αντλιών θερμότητας, παρά τη διατήρηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας στα περσινά (υψηλά) επίπεδα, συνεχίζει να υπερτερεί του αντίστοιχου που περιγράφει τους συμβατικούς λέβητες πετρελαίου. Ιδίως στην περίπτωση των αντλιών θερμότητας μεσαίων θερμοκρασιών (LWmax = 60°C), η διαφορά είναι κάτι παραπάνω από εμφανής για ένα μέσο νοικοκυριό (4.500 kWhth/σεζόν). Μάλιστα, όσο αυξάνονται οι ετήσιες θερμικές ανάγκες, η αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου με μια αντλία θερμότητας μεσαίων θερμοκρασιών μοιάζει με μια όλο και πιο οικονομικά αποδοτική επιλογή σύμφωνα με τα εξαγόμενα έτη απόσβεσης που μπορεί να κινηθούν από 8 – 20 έτη (ανάλογα με το ύψος της κατανάλωσης και τον τύπο της αντλίας).
Πέρα από τη διαφορά στο ίδιο το κόστος της κατανάλωσης, το συνολικό κόστος μειώνεται και από τις ελάχιστες απαιτήσεις σε ετήσια συντήρηση που έχει αυτή η τεχνολογία θέρμανσης (η μελέτη το υπολογίζει στα 70 ευρώ / έτος) ενώ πρέπει να σημειωθεί πως το ίδιο το κόστος της εγκατάστασης περιορίζεται σημαντικά καθώς η αντλία ενσωματώνεται στις σωληνώσεις που διαθέτει ήδη το σπίτι χωρίς να απαιτεί πρόσθετες υποδομές. Παράλληλα, αν συνδυαστεί με ένα κάποιο σύστημα φωτοβολταϊκών στέγης θα μπορούσε να οδηγήσει σε μηδενικό κόστος για τη θέρμανση αλλά και την ψύξη του νοικοκυριού αλλά και την παραγωγή ζεστού νερού.
Πηγή: businessdaily.gr