Τα πλεονεκτήματα αλλά και τις αρνητικές συνέπειες που «έφερε» στη λιανική αγορά ρεύματος η αναστολή των ρητρών αναπροσαρμογής, αποτυπώνει η επεξεργασία των βασικών τιμολογίων όλων των προμηθευτών από τον Αύγουστο και για ένα 6μηνο, δηλαδή για το διάστημα στο οποίο εφαρμόζεται το καινούριο μοντέλο στη λιανική ρεύματος, με την απόσυρση των ρητρών.
Υπενθυμίζεται ότι από τον Αύγουστο, οι προμηθευτές ανακοινώνουν κάθε 20 του μήνα τις χρεώσεις που θα ισχύσουν τον επόμενο μήνα, στη βάση των προβλέψεων που κάνουν για την εξέλιξη του χονδρεμπορικού κόστους. Επίσης, με βάση τις παρεμβάσεις που έθεσε σε εφαρμογή το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι καταναλωτές είναι απολύτως ελεύθεροι να αλλάζουν πάροχο χωρίς κανένα οικονομικό «πέναλτι», ακόμη και κάθε μήνα.
Όπως είναι φυσικό, βασικό ατού του νέου αυτού πλαισίου είναι η «ορατότητα» που προσφέρει στους καταναλωτές, αναφορικά με τα τιμολόγια που διατίθενται ανά πάσα στιγμή στη λιανική αγορά. Αντίθετα, οι ρήτρες εφαρμόζονταν απολογιστικά (δηλαδή οι προσαυξήσεις τους προέκυπταν στο κλείσιμο κάθε μήνα), ενώ βασίζονταν σε μαθηματικές φόρμουλες που ήταν δυσνόητες για τους περισσότερους καταναλωτές. Έτσι, πλέον από τις 20 κάθε μήνα, όλοι οι καταναλωτές γνωρίζουν ποιοι θα είναι οι πιο οικονομικοί πάροχοι τον επόμενο μήνα, έχοντας τη δυνατότητα να αλλάξουν εταιρεία.
Από την άλλη πλευρά, το ρίσκο που εμπεριέχει η πρόβλεψη εξέλιξης της αγοράς ηλεκτρισμού τον επόμενο μήνα είχε ως συνέπεια να προστεθεί στους προμηθευτές ένα επιπλέον κόστος στη διαμόρφωση των τιμολογίων τους, δηλαδή το κόστος για την αντιστάθμιση μέσω χρηματοπιστωτικών παραγώγων (hedging) του κινδύνου απότομης εκτίναξης των χονδρεμπορικών τιμών. Επομένως, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, στο νέο μοντέλο οι προσφορές των προμηθευτών είναι τουλάχιστον 20% μεγαλύτερες, από τις χρεώσεις τους στα κυμαινόμενα τιμολόγια με τις ρήτρες αναπροσαρμογής (οι οποίες ουσιαστικά έπαιζαν τον ρόλο hedging).
Μετακίνηση στον φθηνότερο κάθε φορά πάροχο
Σύμφωνα με την έρευνα, τα πλεονεκτήματα του νέου μοντέλου (σε συνδυασμό πάντοτε με τις επιδοτήσεις) θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν το προηγούμενο 6μηνο σε ένα νοικοκυριό εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόστος ρεύματος – και μάλιστα αρκετά κάτω από τα 11 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα, μία τιμή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης για τα επίπεδα των τιμολογίων πριν από την ενεργειακή κρίση.
Επομένως, στη θεωρητική περίπτωση που ένας ιδιώτης αποφάσιζε να «μετακινείται» σε μηνιαία βάση στον οικονομικότερο πάροχο, τότε το 6μηνο θα απολάμβανε μία μέση τελική τιμή ρεύματος στα 7,76 λεπτά του ευρώ ανά KWh. Κι αυτό γιατί, συνυπολογίζοντας τις εκπτώσεις συνέπειας που παρέχουν ορισμένες εταιρείες, υπήρξαν μήνες όπου θα κοστολογείτο με εξωπραγματικά χαμηλές τιμές.
Για παράδειγμα, η προμήθεια ρεύματος από τον πιο φθηνό πάροχο θα σήμαινε ότι θα είχε τον Σεπτέμβριο κυριολεκτικά μηδενική τιμή, τον Ιανουάριο 2,8 λεπτά ανά κιλοβατώρα και τον Δεκέμβριο 6,4 λεπτά. Ως συνέπεια, οι τρεις αυτοί μήνες θα αντιστάθμιζαν τις πιο ενισχυμένες τιμές του πιο οικονομικού προμηθευτή τον Αύγουστο (13,9 λεπτά), τον Οκτώβριο (12,24 λεπτά) και τον Νοέμβριο (11,2 λεπτά).
Σταθερές εμπορικές πολιτικές
Βέβαια, η μετακίνηση από πάροχο σε πάροχο αποτελεί μία μάλλον θεωρητική δυνατότητα, καθώς λίγα νοικοκυριά θα έμπαιναν στη διαδικασία να αλλάζουν εταιρεία ακόμη και κάθε μήνα. Μάλιστα, αντί το νέο μοντέλο να ενισχύσει την κινητικότητα στην εγχώρια λιανική ρεύματος, στην πραγματικότητα υπήρξαν μήνες που οι αλλαγές παρόχου παρουσίασαν μείωση σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
Ως αποτέλεσμα, τον Σεπτέμβριο οι αλλαγές προμηθευτή ήταν λιγότερες κατά 6,5% από τον αντίστοιχο μήνα του 2021. Επίσης ακόμη μεγαλύτερη σε ετήσια βάση, κατά 20%, καταγράφηκε τον Οκτώβριο.
Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, βασική αιτία για τη μειωμένη κινητικότητα αποτέλεσε το γεγονός ότι το νέο μοντέλο λιανικής δεν παρέχει καμία εγγύηση στους καταναλωτές ότι ένας προμηθευτής θα συνεχίσει και τον επόμενο μήνα να ακολουθεί την τιμολογιακή πολιτική που έχει εφαρμόσει έως τώρα. Επομένως, αν αυξήσει τον επόμενο μήνα τη χρέωσή του, θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι να αλλάξουν εκ νέου πάροχο.
Η επεξεργασία των στοιχείων του πρώτου 6μηνου δείχνει πάντως ότι κατά κανόνα οι προμηθευτές ακολουθούν μία σχετικά σταθερή εμπορική στρατηγική. Έτσι, είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις παρόχων που κάποιον μήνα συγκαταλέγονταν στις φθηνότερες εταιρείες, για να «μεταπηδήσουν» τον αμέσως επόμενο μήνα στους ακριβότερους παρόχους. Αντίθετα, με κριτήριο τον μέσο όρο των προσφορών κάθε μήνα, οι περισσότεροι προμηθευτές κινούνται σταθερά σε μία πιο «επιθετική» ή πιο συντηρητική εμπορική στρατηγική, με τις χρεώσεις τους να είναι διαρκώς χαμηλότερες ή υψηλότερες, αντίστοιχα, από τη μέση χρέωση.
Σε χαμηλά επίπεδα οι τιμές αρκετών παρόχων
Για όλο το 6μηνο, η μέση χρέωση όλων των προμηθευτών αγγίζει τα 51 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα και η μέση τελική τιμή (αφαιρώντας τις επιδοτήσεις) τα 14,36 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Η μέση τελική τιμή για τη ΔΕΗ διαμορφώθηκε στα 15,57 λεπτά, ενώ τα τιμολόγια 10 προμηθευτών (από τους 16 που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια λιανική) κινήθηκαν μεσοσταθμικά κάτω από τα 15 λεπτά του ευρώ ανά kWh.
Με βάση τον μέσο όρο του 6μηνου, η πιο ανταγωνιστική τελική τιμή ανήκει στην ΗΡΩΝ (συνυπολογίζοντας την έκπτωση συνέπειας 20%), καθώς διαμορφώνεται στα 8,54 λεπτά ανά KWh. Ακολούθησαν η Αέριο Αττικής (επίσης με την έκπτωση συνέπειας) στα 10,02 λεπτά και η Ελίν στα 10,88 ¢€/KWh.
Σε παραπλήσια επίπεδα κινήθηκε επίσης η Elpedison η μέση τιμή της οποίας διαμορφώθηκε στα 11,34 ¢€/KWh (με την έκπτωση συνέπειας), η NRG (12,65 ¢€/KWh), η ZeniΘ (12,88 ¢€/KWh) και η Protergia (14,83 ¢€/KWh).
«Βάρος» για τα μη οικιακά τιμολόγια από την άρση των ρητρών
Όπως είναι φυσικό, μεγάλο μερίδιο στις παραπάνω ανταγωνιστικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τα ελληνικά νοικοκυριά έπαιξαν οι γενναίες επιδοτήσεις, οι οποίες για παράδειγμα άγγιξαν τα 63,9 λεπτά ανά KWh. Το μεγάλο ύψος των επιδοτήσεων αντιστάθμισε και το γεγονός ότι με τον τρόπο που έγινε η άρση των ρητρών αναπροσαρμογής, όπως προαναφέρθηκε, οι εταιρείες αναγκάστηκαν να αναπροσαρμόσουν προς τα πάνω τις χρεώσεις τους.
Το «αποτύπωμα» στις χρεώσεις, από το κόστος αντιστάθμισης του ρίσκου πρόβλεψης, φαίνεται ανάγλυφα στις προσφορές της ΔΕΗ για το 6μηνο. Στο παράδειγμα αυτό, έχουν αντιπαραβληθεί σε μηνιαία βάση οι χρεώσεις της επιχείρησης, με τις τιμές που θα ίσχυαν για το οικιακό τιμολόγιο Γ1, αν συνέχιζε να ισχύει η ρήτρα.
Όπως φαίνεται, κάθε μήνα η χρέωση με βάση το νέο μοντέλο κινείται σε υψηλότερα επίπεδα, με τη μέση τιμή του 6μηνου να είναι 52,25 λεπτά ανά κιλοβατώρα. Αν συνέχισε να ισχύει η ρήτρα, αντίθετα, ο μέσος όρος 6μηνου θα ήταν 40,86 λεπτά ανά κιλοβατώρα, δηλαδή περίπου 28% χαμηλότερος.
Οι φορείς του κλάδου είχαν εκτιμήσει ήδη με την ανακοίνωση του νέου μοντέλου πως η ανάγκη πρόβλεψης θα οδηγούσε σε υψηλότερες χρεώσεις, προτείνοντας η κατάργηση των ρητρών να γίνει με μία «φόρμουλα» η οποία να μην αναγκάζει τις εταιρείες να προβλέπουν τη χονδρεμπορική τιμή του μήνα (όπως π.χ. με τον καθορισμό ενός πλαφόν για το εύλογο κέρδος των εταιρειών).
Η παρενέργεια αυτή δεν έγινε εμφανή στα οικιακά τιμολόγια, λόγω των επιδοτήσεων. Ωστόσο, επιβάρυνε τα περισσότερα από τα υπόλοιπα τιμολόγια (π.χ. για τις επιχειρήσεις μέσης τάσης), στα οποία οι ενισχύσεις είναι μικρότερες από ό,τι στα νοικοκυριά.
Πηγή: insider.gr